-
1 ток
-
2 включать
включ||атьнесов1. εἰσάγω, προσθέτω, συμπεριλαμβάνω, ἐνσωματώνω, καταχωρώ:\включать в список καταχωρώ στον κατάλογο· \включать в состав συμπεριλαμβάνω στό προσωπικό· \включать в число συμπεριλαμβάνω·2. тех. θέτω σέ κίνηση, βάζω μπρος:\включать ток δίνω ρεῦμα, συνδέω μέ τό ἡλεκτρικό ρεῦμα· \включать свет ἀνάβω, ἀνοίγω τό φώς· \включать радио ἀνοίγω τό ραδιόφωνο· ◊ \включатьая... συμπεριλαμβανομένου..,, συμπεριλαμβανομένων... -
3 обесточивать
αποσυνδέω από το ηλεκτρικό ρεύμα, διακόπτω την παροχή (του) ρεύματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обесточивать
-
4 отопление
η θέρμανσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отопление
-
5 фототок
το φωτο(ηλεκτρικό) ρεύμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фототок
-
6 электропитание
η παροχή ηλεκτρικού ρεύματοςη τροφοδότηση με ηλεκτρικό ρεύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электропитание
-
7 электроплавка
η ηλεκτρική τήξη, η τήξη των μετάλλων με ηλεκτρικό ρεύμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электроплавка
-
8 выключать
выключатьнесов (газ, свет и т. п.) διακόπτω, ἀποσυνδέω:\выключать ток κόβω τό ἡλεκτρικό ρεύμα· \выключать радио κλείνω τό ραδιόφωνο· \выключать телефон ἀποσυνδέω τό τηλέφωνο· \выключать мото́р σβύνω (или σταματώ) τό μοτέρ. -
9 жечь
жечьнесов в разн. знач. καίω:\жечь электричество καταναλώνω ἡλεκτρικό ρεύμα· крапива жжет ἡ τσουκνίδα τσού-ζεΐ· перец жжет язык τό πιπέρι καίει τή γλώσσα. -
10 переменный
переменн||ыйприл в разн. знач. μεταβλητός, ἐναλλασσόμενος:\переменный капитал эк. τό μεταβλητό κεφάλαιο· \переменныйая величина мат ἡ μεταβλητή ποσότης· \переменный ток ал. τό ἐναλλασσόμενο ἡλεκτρικό ρεύμα. -
11 нагореть
-рит ρ.σ.1. αποκαίγομαι, αφήνω απόκαυμα, καλύπτομαι με καύτρα.2. απρόσ. καίω, καταναλ,ώνω (για καύσιμη ύλη ή ηλεκτρικό ρεύμα).3. τιμωρούμαι, τρώγω την παπάρα. -
12 переменный
επ.1. μεταβλητός, ευμετάβλητος• ασταθής, ακατάστατος•-ая погода ακατάστατος καιρός (αλλαξοκαιριά).
2. παλ. βλ. пе-рекладнби.εκφρ.- ая величина – μεταβλητό ύψος ή ποσότητα•переменный капитал – μεταβλητό κεφάλαιο•переменный ток – εναλλασσόμενο (ηλεκτρικό) ρεύμα. -
13 разомкнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разомкнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ. αποσυνδέω, ξεσυνδέω• αποσυνάπτω•разомкнуть электрический ток αποσυνδέω το ηλεκτρικό ρεύμα.
|| ανοίγω•разомкнуть веки ανοίγω τα βλέφαρα•
разомкнуть ворота шлюза ανοίγω την υδατοφρακτ ική θύρα.
|| αραιώνω τα διαστήματα•разомкнуть строй αραιώνω τη σύνταξη.
αποσυνδέομαι, ξεσυνδέομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
14 счёт
-а (-у), προθ. о счте, на счету а.1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•
обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.
|| λογαριασμός•личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•
открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•
текущий счёт τρέχων λογαριασμός•
сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.
2. έγγραφος λογαριασμός•счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.
3. υπολογισμός.4. πλθ. -ы μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,5. αποτέλεσμα, σκορ•выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.
εκφρ.-ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•за счёт чего – σε βάρος του•на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•на чей ή какой счёт – κ. за чей ή какой счёт σε βάρος•на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•по -у первый, второй – κλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό. -
15 электропитание
-я ουδ.τροφοδότηση με ηλεκτρικό ρεύμα. -
16 электроплавка
-и θ.τήξη μετάλλων με ηλεκτρικό ρεύμα. -
17 ток
ток 1-а α.1. (γραπ. λόγος) ροή• ρεύμα•реки ο ρους του ποταμού•
ток воздуха ρεύμα αέρα.
2. ρεύμα ηλεκτρικό•ток высокого напряжения ρεύμα υψηλής τάσης•
ток высокой частоты ρεύμα υψηλής συχνότητας•
сила -а η ισχύς του ρεύματος.
|| μτφ. νευρίασμα.ток 2-а α.1. βλ. токование.2. εισροή, συνάθροιση πτηνών για βάτευμα.ток 3-а, προθτ. о токе, на току, πλθ. тока κ. токи, -ов α.αλώνι.ток 4-а α.παλ. ψηλό γυναικείο καπέλο χωρίς γύρο. -
18 ток
I. 1. эл. το ρεύμαпреобразовывать переменный - в постоянный μετατρέπω το εναλλασσόμενο - σε σταθερόвихревой - δίνης, το δινόρευμα- τα δίνης2. (течение, поток) η ροή, το ρεύμα. II.с.-х. (площадка для молотьбы) το αλώνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ток
-
19 электродетонатор
το ηλεκτρικό εμπύ-ρευμα, ο ηλεκτρικός πυροκροτητήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электродетонатор
См. также в других словарях:
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικό φορτίο — Θεμελιώδες φυσικό μέγεθος, χαρακτηριστικό των ηλεκτρικών φαινομένων. Ένα φορτίο γίνεται αντιληπτό από τις δυνάμεις έλξης και άπωσης (ανεξάρτητες από τη μάζα) που ασκούνται μεταξύ φορτισμένων σωμάτων. Για τον λόγο αυτό το μέγεθος ενός η.φ.… … Dictionary of Greek
δακτυλιοειδές ρεύμα — Ηλεκτρικό ρεύμα που ρέει προς τα δυτικά γύρω από τη Γη. Το ρεύμα αυτό οφείλεται σε μια ροή ηλεκτρονίων προς τα ανατολικά και μια ροή πρωτονίων προς τα δυτικά που έχουν παγιδευτεί στις ζώνες ακτινοβολίας Βαν Άλεν. Εξαιτίας της ροής αυτής του… … Dictionary of Greek
κύκλωμα (ηλεκτρικό) — Σύνολο ενεργών (προσφέρουν ενέργεια) και παθητικών (καταναλώνουν ή αποθηκεύουν ενέργεια) στοιχείων, κατάλληλα συνδεδεμένων με αγωγούς, ικανό να διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα για την επιτέλεση ορισμένων σκοπών. Ενεργά στοιχεία ενός κ. είναι οι… … Dictionary of Greek
κουδούνι (ηλεκτρικό) — Ηχητικός μηχανισμός. Αποτελείται βασικά από έναν μεταλλικό κώδωνα, που τίθεται σε παλμική κίνηση από τις κρούσεις ενός πλήκτρου, το οποίο με τη σειρά του ενεργοποιείται από έναν ηλεκτρομαγνήτη. Το κ. χρησιμοποιείται ως συσκευή σηματοδότησης. Τα… … Dictionary of Greek
εναλλασσόμενο ρεύμα — Χρονικά μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που, στη διάρκεια μίας περιόδου, διαρρέει το κύκλωμα πότε κατά τη μία φορά και πότε κατά την αντίθετη, με μια συχνότητα ν ανεξάρτητη από τις σταθερές του κυκλώματος. Στην πιο απλή της μορφή η στιγμιαία τιμή… … Dictionary of Greek
τόξο ηλεκτρικό — Ειδικός τύπος ηλεκτρικής εκκένωσης μεταξύ δύο ηλεκτροδίων, συνήθως από άνθρακα, μέταλλο ή μεικτά. Από τους διάφορους τύπους ηλεκτρικού τόξου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βολταϊκό, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή φωτεινή πηγή στη φασματοσκοπία,… … Dictionary of Greek
τριφασικό ρεύμα — Το ρεύμα που παράγεται από τριφασική τάση. Για να κατανοήσουμε την παραγωγή τριφασικής τάσης χρησιμοποιούμε την εξής διάταξη: Παίρνουμε 3 πηνία και τα τοποθετούμε έτσι ώστε οι 3 άξονές τους να σχηματίζουν ανά 2 (γειτονικοί) γωνία 120°. Αν στον… … Dictionary of Greek
βιοηλεκτρικό δυναμικό — ηλεκτρικό ρεύμα ασθενούς τάσης που παρατηρείται σε ζωικούς και φυτικούς ιστούς και αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη γνωρίσματα της ζωντανής ύλης … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek